Αρθρο του Tobias Pille. στη σημερινή, έκδοση της Frankfurter Allgemeine Zeitung.
Οι βουλευτικές εκλογές της Κυριακής 7/7/2019 προσφέρουν στους Έλληνες μία νέα ευκαιρία για μία βασική βελτίωση της οικονομικής τους κατάστασης. Αξίζει τον κόπο να αξιοποιηθεί αυτή η ευκαιρία. Το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας συρρικνώθηκε κατά τη διάρκεια των ετών της κρίσης κατά περίπου 26%. Στα τέλη του 2018, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν της χώρας (χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η αύξηση των τιμών) εξακολουθούσε ακόμη να υπολείπεται περίπου κατά 24% από το αντίστοιχο πριν από την εκδήλωση της κρίσης το 2007.
Εσφαλμένα, αυτές οι παράμετροι εκφέρονταν συχνά ως απόδειξη για πως η ‘λιτότητα’ και το ευρωπαϊκό πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης θα μπορούσαν να καταστρέψουν τη χώρα. Και η αριστερή κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα επίσης, χρησιμοποίησε αυτήν την κατηγορία με πολιτικούς όρους, προκειμένου να πολεμήσει τις περικοπές και φοροεπιβαρύνσεις που απαιτούσαν οι διεθνείς πιστωτές για να εξυπηρετηθεί ο στόχος της δημοσιονομικής εξυγίανσης. Κατόπιν ωστόσο, η ίδια η κυβέρνηση Τσίπρα συνέθλιψε τους Έλληνες με πρόσθετους φόρους δισεκατομμυρίων ευρώ, προκειμένου με αυτούς να χρηματοδοτήσει προεκλογικά δώρα για την κομματική της πελατεία.
Δέκα χρόνια μετά την έναρξη της δημοσιονομικής κρίσης και κρίσης εμπιστοσύνης, οι Έλληνες διαθέτουν περισσότερη νηφαλιότητα. Παραδέχονται ολοένα και περισσότερο ότι δεν ήταν οι ξένες μηχανορραφίες εκείνες που προκάλεσαν την κατάρρευση της χώρας τους. Διότι η κρίση κατέστησε σαφές ότι η Ελλάδα ζούσε επί μακρόν πέραν των δυνατότητων της σε συνθήκες αμεριμνησίας και είχε δημιουργήσει μία τεχνητή φούσκα οικονομικής ανάπτυξης με αυξανόμενα δημοσιονομικά ελλείμματα. Αυτή συνοδευόταν δε από υπερβάλλοντα πλεονάσματα εισαγωγών έναντι των εξαγωγών και διογκωμένες τιμές ακινήτων.
Μέχρι σήμερα όμως υποτιμάται το πόσο έντονα εξακολουθούν να επιδρούν οι οικονομικές δομές που προέκυψαν από την κρίση και το πόσο επιβάρυναν τις δυνατότητες οικονομικής ανάπτυξης μετά την κατάρρευση. Παλαιότερα, τα ακίνητα, τα εστιατόρια και οι επιχειρήσεις για εισαγωγές αγαθών βρίσκονταν στο επίκεντρο της εθνικής οικονομίας, κι όχι επιχειρήσεις παραγωγικές και εξαγωγικές, επί των οποίων τώρα θα πρέπει τώρα να στηριχθεί η οικονομική ανάκαμψη.
Η οικονομική ανάπτυξη είναι αυτό που η Ελλάδα χρειάζεται περισσότερο από όλα τα άλλα. Μόνον μέσω αυτής υπάρχει η δυνατότητα ανάκτησης τμημάτων της απολεσθείσας ευημερίας, όπως αυτονόητα επιθυμούν οι Έλληνες. Δυστυχώς, η αριστερή κυβέρνηση, η οποία τώρα όπως φαίνεται θα καταψηφιστεί, δεν συνεισέφερε ως προς αυτό. Το θέμα για τον Τσίπρα – βασικά, όπως συνέβαινε και σε παλαιότερες εποχές – ήταν κυρίως να δημιουργήσει θέσεις στον δημόσιο τομέα για μη προσοντούχους υποψηφίους ή να διατηρήσει τα προνόμια για τους συνεργάτες του κρατικού μονοπωλίου στην ηλεκτρική ενέργεια. Προηγουμένως, μεγάλα σχέδια που είχαν συμβατικώς συμφωνηθεί, όπως τα έργα ανάπλασης του πάλαι ποτέ αερολιμένα της Αθήνας στο Ελληνικό ή ένα νέο ορυχείο χρυσού στη βόρεια Ελλάδα, με 2.000 εργαζομένους, πολεμήθηκαν και σταμάτησαν για ιδεολογικούς λόγους.
Ο απολογισμός είναι συντριπτικός: Εν μέσω ενός τέτοιου εχθρικού προς τις επενδύσεις κλίματος, λίγοι ήθελαν να προβούν σε επενδύσεις. Σε τακτά χρονικά διαστήματα, η Ελλάδα υπολειπόταν των αισιόδοξων προβλέψεων της αριστερής κυβέρνησης για την οικονομική ανάπτυξη. Εάν ο τομέας του τουρισμού, που είναι ανεκτός από την Αριστερά, δεν είχε βιώσει μία έντονη ανοδική πορεία, η Ελλάδα θα είχε τώρα καθηλωθεί σε βαθύτερη ύφεση. Σε κάθε περίπτωση, 100.000 νέοι Έλληνες, με κίνητρα και υψηλά τυπικά προσόντα, άφησαν πίσω τους τη χώρα, και αυτό επίσης εξασθενίζει τις πιθανότητες οικονομικής ανάπτυξης.
Ένα ευτύχημα για την Ελλάδα και την Ευρώπη είναι το γεγονός ότι η μακρά κρίση δεν προκάλεσε την εκδήλωση του δεξιού λαϊκισμού, όπως συνέβη με την Ιταλία. Ο υποψήφιος με τις πλέον έντονες προοπτικές εκλογής, ο συντηρητικός επικεφαλής του κόμματος της ΝΔ, Κυριάκος Μητσοτάκης, είναι ένας σοβαρός και ταυτόχρονα μετριοπαθής μεταρρυθμιστής, ο οποίος θέλει να κάνει τα πάντα, προκειμένου η Ελλάδα να κερδίσει και πάλι τις απολεσθείσες δυνατότητες οικονομικής ανάπτυξης. Αυτή η προοπτική ηχεί πειστική. Ο Μητσοτάκης δεν ανήκει στους σπάταλους, στο κομμάτι εκείνο της ΝΔ που προσανατολίζεται στις πολιτικές πελατειασμού, το οποίο κυβέρνησε από το 2004 κι ως το 2009 και, με την άσκηση ανεύθυνης δημοσιονομικής πολιτικής, οδήγησε τη χώρα στην κατεύθυνση της οικονομικής καταστροφής.
Όταν το κόμμα, εξέλεγε έναν νέο πρόεδρο στα τέλη του 2015, ο Μητσοτάκης συμμετείχε στη διαδικασία ως το αουτσάιντερ. Κινητοποίησε περισσότερα από 150.000 μέλη και φίλα προσκείμενους να προσέλθουν στα εκλογικά κέντρα του κόμματος και να καταψηφίσουν τον παλαιό κομματικό νεποτισμό. Ο Μητσοτάκης, με την μη αναμενόμενη τότε επιτυχία του, με σπουδές στο Harvard και το McKinsey, δεν είναι τόσο χαρισματικός όσο ο Τσίπρας, τώρα όμως, μετά από χρόνια μη εκπληρωμένων υποσχέσεων, εκτιμάται ειδικά για τις νηφάλιες αντιλήψεις του.
Ο Μητσοτάκης υπόσχεται μία ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη μέσω μίας φιλικής προς τις επιχειρήσεις διακυβέρνηση και μέσω μεταρρυθμίσεων. Μπορεί να βασιστεί στις πολλαπλές νομοθετικές αλλαγές που απαιτήθηκαν από τους διεθνείς πιστωτές. Ναι μεν αυτές αποφασίστηκαν επισήμως από την Αριστερά, στην πραγματικότητα όμως δεν εφαρμόστηκαν. Ο Μητσοτάκης ωστόσο, θα πρέπει να παλέψει με τις αμέλειες του Τσίπρα: ένα μονοπώλιο στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας που απειλείται με πτώχευση, ένας παρακμάζων δημόσιος τομέας και τα προβλήματα που εξακολουθούν να υφίστανται σε ό, τι αφορά τα ληξιπρόθεσμα δάνεια. Προκειμένου να διατηρήσει την στήριξη των οπαδών του, θα πρέπει να ξεκινήσει άμεσα με τις μειώσεις της φορολογίας, χωρίς, ήδη, να υπάρχει για αυτό δημοσιονομικό περιθώριο. Μετά την αναμενόμενη εκλογική νίκη, δεν έχει πολύ χρόνο για να δημιουργήσει βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη με χαμηλού κόστους μεταρρυθμίσεις. Αυτή είναι η ευκαιρία της Ελλάδας.